Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

 

Αγαπημένε μου φίλε,

Σου γράφω από το μπαλκόνι μου,  κάπου μακριά από την πόλη.  Είναι Οκτώβρης μα ακόμη είναι καλοκαίρι. Ο ήλιος σκεπάζει με μεταξωτό σεντόνι τη θάλασσα σαν εραστής το σώμα ερωμένης. Παρακολουθώ τη σκηνή μαγεμένος. Χωρίς σκέψη με το κεφάλι μου άδειο. Τεμπελιάζω ρε φίλε, ναι το κάνω συχνά εδώ, από τότε που σας παράτησα στην τσιμεντούπολη και το κάνω χωρίς ενοχές.

Δε με νοιάζει τίποτα, χαζεύω την ανατολή.


Εσύ στην πόλη έχεις ξυπνήσει μες στα νεύρα. Πάλι δεν άκουσες το ξυπνητήρι και πρέπει να φύγεις σαν τρελός για το γραφείο. Πρέπει να κοιμήθηκες σα ζώο χτες, ως τις 2 ήσουν στο facebook και τώρα μετανιώνεις την ώρα και τη στιγμή. Όλο λες ότι θα κάνεις delete το λογαριασμό σου μα το αναβάλεις. Νύστα, κίνηση, κορναρίσματα, το αναγκαίο καυσαέριο το νοιώθεις στα πνευμόνια σου. Ειδήσεις στο ραδιόφωνο και αναλύσεις από ειδικούς για την κρίση, τα νέα μέτρα και τις απολύσεις που έρχονται. Πίνεις τον «καραβίσιο» σου καφέ και τσακώνεσαι με την τράπεζα στο κινητό για τις τρεις δόσεις του δανείου που χρωστάς. Στα τέτοια μου σκέφτεσαι, πήγες φέτος διακοπές,  έχεις ακόμη δουλίτσα κι ας σου τηλεφωνούν  κάθε μέρα.



Μια τράτα γυρίζει από το πυροφάνι, ο ήχος της ακούγεται πιο όμορφος από κάθε τραγούδι που ήξερα ως τώρα. Οι γλάροι συνοδεύουν τη θαλασσινή μουσική πανδαισία. Το αεράκι παίζει λίγο με τα μαλλιά μου και οδηγεί το χέρι μου να τα βγάλω από τα μάτια. Πρόχειρη κοτσίδα και είμαι έτοιμος. Θα το κάνω ξανά. Κατεβαίνω τις σκάλες, περνάω απέναντι και ρίχνω μια βουτιά. Με το άσπρο μου σώβρακο και χωρίς πετσέτα για μετά.

Αυτή είναι ζωή.

 

Εσύ είσαι ακόμη στο αμάξι. Η κίνηση και η πίεση αυξάνονται, το μαλλί δε φτιάχνει, το ζελέ κολλάει στα δάχτυλα κι έχεις meeting με την προϊσταμένη σου για ένα project που σου ανέθεσε πριν 10 μέρες. Θα την «ακούσεις» άσχημα σήμερα, το νοιώθεις. Θέλεις τόσο να της πεις ότι είναι αγάμητη και άσχημη μα κωλώνεις. 15 χρόνια κωλώνεις. Για 800 κωλοευρώ αντέχεις τα πάντα, ακόμη και τα πόδια της στη γάμπα σου. Δουλεύεις σα σκυλί, με την ουρά στα σκέλια αλλά είσαι περήφανος, είσαι υπάλληλος πολυεθνικής.



Μόλις τελείωσα το μπάνιο. Κάποια στιγμή πρέπει να περάσω από το δήμο, έχω τρεις ώρες δουλειά στο αρχείο και μετά να βοηθήσω το γείτονα να μαζέψει τη βάρκα του. Για την ώρα καθαρίζω τα κοχύλια που έχω μαζέψει από το βυθό. Τα χέρια μου είναι γεμάτα φύκια , άμμο και αρμύρα. Δεν κάνω καν τον κόπο να τα πλύνω, τα τινάζω απλά στο πάτωμα. Ο Τάσος, μόλις μετακόμισε κι αυτός από την πόλη, μου φέρνει ψωμί. Το κόβει με το χέρι, είναι ζεστό , ζυμωτό της γυναίκας του, βγάζει καπνό. Το συνοδεύουμε με τις ελιές που μάζεψα κι έχω φτιάξει μόνος μου και τη φέτα του κυρ - Νίκου. Τρώμε με τα χέρια και μιλάμε για την αρχαία Ελλάδα, τις γυναίκες μας, τα παιδιά που μεγαλώνουν, για το Θρύλο. Και για το Βάσκο που μας λείπει τόσα χρόνια. Δε βιαζόμαστε, η ευτυχία θέλει το χρόνο της, το ξέρουμε και το γουστάρουμε.

Και η ώρα περνάει, έτσι απλά.







Meeting τέλος. Κουράστηκες, το κεφάλι σου πάει να σπάσει. Πρέπει να διαβάσεις τα mail των συνεργατών σου κι αυτό δεν το αντέχεις. Και η ώρα δεν περνάει και πεινάς. Πάλι θα φας σάντουιτς από delivery με μπέικον και πολύ μαγιονέζα. Η κοιλιά σου μεγαλώνει, ήδη το κουμπί δεν κουμπώνει. Αγοράζεις όμως τον ελεύθερο χρόνο σου (sic) με τη Ρωσίδα υπηρέτρια που έχεις και πας στο γυμναστήριο ή πίνεις ουίσκια το απόγευμα στη Γλυφάδα. Αύριο  όμως πάλι τα ίδια στο γραφείο. Περιμένεις πως και πως τις γιορτές να πάρεις την υπόλοιπή σου άδεια και να πας σε κάποιο χιονοδρομικό για να κάνεις σκι με την ξανθιά πιτσιρίκα που σε λέει «τίγρη». Και μετά πάλι πίσω στη μίζερή σου καθημερινότητα, μέχρι να πάρεις σύνταξη. Και τότε θα αναπολείς με νοσταλγία την αγάμητη προϊσταμένη σου και το χοντρό διευθυντή σου. Γουστάρεις κατά βάθος να είσαι «ο από κάτω», παραδέξου το.

Ζεις για να δουλεύεις ρε, το ξέρεις ;



Είναι απόγευμα, μετά τη δουλειά και το μεσημεριανό μου ύπνο και βγαίνω βόλτα στην προβλήτα στο λιμάνι. Δεν ξέρω τι ώρα είναι και ούτε με νοιάζει, δε φορώ ρολόι πια. Κάποια στιγμή κάθομαι στο ξύλινο παγκάκι απέναντι από μια παλιά άγκυρα. Ο ήλιος δύει και κάνει πάλι τα δικά του παιχνίδια. Κάθε μια ώρα έχει πλοίο για απέναντι. Όχι θα μείνω εδώ, δε γυρίζω πίσω. Θα δουλεύω λίγο για να ζήσω περισσότερο και θα τεμπελιάζω πολύ για να σκέφτομαι.  Θα απλώσω τα κοχύλια στην άμμο και θα ξαναδιαβάσω το αγαπημένο μου βιβλίο.







Σε χαιρετώ για την ώρα

«Η χαμένη σου ζωή»

 
ΚΕΙΜΕΝΟ : ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου