Δεν είμαι θαλασσινός, δεν γεννήθηκα στην θάλασσα αν και θα το ήθελα πολύ. Είμαι βουνίσιος ή για την ακρίβεια βορεοιπροαστειακό-βουνίσιος με καταβολές από την ορεινή Κρήτη. Παρολαυτά, σαν μάγισσα Κίρκη όπως είναι, σαν ένας μαγνήτης από αυτούς που δεν μπορείς με τίποτα να αντισταθείς, η θάλασσα με τραβάει από τα πρώτα μου βήματα, από τις πρώτες μου διακοπές, από τις πρώτες μου εξοχές. Δεν ξέρω γιατί, δεν μπορώ να το εξηγήσω, θα’πρεπε να κάνω μια αναδρομή στις προηγούμενες μου ζωές αλλά δεν υπάρχει χρόνος. Αυτό όμως που θέλω να πω είναι ότι το φιλμ της ζωής μου εκτυλίσσεται γύρω από τη θάλασσα. Πέρναγα έξι μήνες της εφηβικής ζωής μου δίπλα της ενώ βαρυγκομούσα το χειμώνα επιστρέφοντας στην Αθήνα. Και κάθε ενήλικο καλοκαίρι, όταν πια ξέφυγα από τη μητρική στοργή και τις γονεϊκές διακοπές, άρχισα να μπαίνω σε ένα πλοίο και ξεκίνησα... Κουφονήσια, Νάξο, Μήλο, Koh Phangan, Αντίπαρο, Νέα Υόρκη, Αμοργό και τόσα άλλα. Και όλα αυτά για να είμαι κοντά της, γιατί έχω τις πιο όμορφες στιγμές μου δίπλα στο νερό, μέσα στο νερό, στην θέα του νερού. Κι έτσι σήμερα με αφορμή την Κάρυστο που επισκέφθηκα τις προάλλες και που ίσως δεν είναι η ομορφότερη θάλασσα που έχει δει κάποιος, είπα να γράψω για τη μεγάλη μου αγάπη. Ναι, ναι αγάπη, δεν είναι έρωτας γιατί ο έρωτας μπορεί και να σβήσει όπως λέει και o Frédéric Beigbeder στο L’amour dure trois ans*. Αντιθέτως, σε αυτήν την αισθαντική σχέση δεν χωράνε τελείες, κεραίες,ερωτηματικά, ούτε καν αποσιωπητικά...
Το ασήμι που είδα λίγο έξω από την Κάρυστο δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Το γεγονός ότι το απαθανάτισα στο iPhone δεν λέει πολλά πράγματα, αυτό που ίσως μπορεί να δώσει μια εξήγηση είναι η βαθιά, εξομολογητική ανάσα που πήρα όταν στην κυριολεξία χάθηκα κοιτώντας το νερό. Και μετά; Μετά υπεραιμία, ναι νομίζω αυτή είναι η λέξη. Μπορώ να βρω πολλά keywords για την απεραντοσύνη του αλμυρού ύδατος, σαν κάτι ασκήσεις που κάνω για τη δουλειά μου που λένε: βρείτε πέντε λέξεις κλειδιά για τον τάδε όρο. Ο όρος θάλασσα λοιπόν είναι για μένα γαλήνη, νηνεμία, αλλά ο όρος θάλασσα είναι για μένα και πλάνη. Είναι πλανεύτρα η θάλασσα γιατί κάθε φορά με ζητάει δίπλα της κι εγώ, ανήμπορος να αντισταθώ, τρέχω, τρέχω κοντά της και προσπαθώ ακόμη και Δεκέμβρη μήνα να βγάλω τα παπούτσια, να αποχωριστώ την θαλπωρή της παχιάς χειμωνιάτικης κάλτσας και να βάλω τα πόδια μου μέσα της αν και εκ των προτέρων γνωρίζω ότι η συγκεκριμένη συνάντηση δεν είναι παρά ένα εικονικό φάρμακο που δεν μπορεί να καταπραΰνει τη διαρκή αδημονία και ανάγκη συνύπαρξης.
Σαν μικρό παιδί στο περίπτερο μπροστά σε δεκάδες σοκολάτες και μόλις 1 Ευρώ στη τσέπη, έτσι αισθάνομαι κάθε φορά και προσπαθώ μάταια να την ληστέψω και καταλήγω απλώς να παίζω με τα νερά της. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι αγαπημένη καλοκαιρινή ασχολία είναι να κοροϊδεύω τον εαυτό μου παίζοντας με το λάστιχο και τα «νεράκια» που λιμνάζουν στη βεράντα μου έτσι για να ικανοποιήσω το ανικανοποίητον. Μπουγέλο! Φοβερή αλήθεια αυτή η λέξη, δεν ξέρω από πού βγήκε, μοιάζει ιταλική, το μόνο σίγουρο είναι ότι θέλω να παίζω μπουγέλο συνέχεια όπως και ότι θέλω μια μέρα αυτό το σπίτι στην θάλασσα να το αποκτήσω, ακόμα κι αν δεν είναι στο Κάστρο στην Σίφνο.
Και στο πλοίο μου αρέσει η θάλασσα, ακόμη και στο ταξίδι με τον Αη Γιώργη δεν είναι άσχημη αν και με ενοχλεί αυτή η κολλώδης αίσθηση που αφήνει το αλάτι στην κουπαστή. Επιθυμώ να είμαι διαρκώς κοντά της, διεκδικώ αυτήν τη συνήχηση αισθημάτων που μου προκαλεί η εικόνα της, κουράστηκα να την στερούμαι. Πρέπει όμως κάποια τη στιγμή να το καταλάβει κι εκείνη, ανήκουμε ο ένας στον άλλο κάτι σαν χολιγουντιανή κομεντί με την Julia Roberts με τίτλο: We are meant to be together!

Την ακούω κάθε φορά με φωνή γεμάτη παράπονο και γυναικείο νάζι να μου λέει: Γιατί φεύγεις; - όπως ακριβώς κάνει μια κοπέλα που κοιμάται γεμάτη έρωτα σπίτι σου και σου αφήνει σημείωμα το πρωί, ένα ραβασάκι πάνω στο ψυγείο που γράφει κάτι σαν: Πάλι με άφησες μόνη κάτω από τα σεντόνια; Πάλι έφυγες! Γύρνα γρήγορα σε μένα. Κι εγώ φεύγω ο αχάριστος. Φεύγω. Σκληρός. Άντρας. Σκληρός άντρας που μετά από λίγο γυρίζει πίσω ικέτης και λέει: Άσε με εδώ μαζί σου. Έχω ανάγκη τη γαλήνη σου και το θυμό σου. Σε θέλω πρώτα ήρεμη και μετά αγριεμένη να με χτυπάς όπως έκανες πάνω στον κυματοθραύστη λίγο έξω από τα Χανιά που έτρεχα πιο γρήγορα από τα οκτάχρονα παιδιά για να με χτυπήσεις πρώτο, όπως πιο μετά στην Πολύαιγο που έκανα σαν τρελός βουτιές, όπως στους Αντίπαξους που είχα σκαρφαλώσει σε έναν βράχο γύρο στα δέκα μέτρα και προσπαθούσα να πέσω ενώ εσύ ήξερες καλά ότι φοβόμουν. Και τότε θυμάμαι ήρθες και μου ψιθύρισες στο αυτί: Το ξέρω ότι φοβάσαι, μπορεί και να σε πονέσω. Κλείσε τα μάτια κι έλα σε μένα. Έτσι έκανα και τότε κι ας μου πήρε είκοσι και πλέον λεπτά να ξεπεράσω τον παραλυτικό ίλιγγο που μου προκαλούσε το τιρκουάζ σου.
Μην μου αφήνεις άλλα σημειώματα, δεν βγαίνει ανάσα χωρίς να είμαι ερωτευμένος μαζί σου.
*Ο έρωτας κρατάει τρία χρόνια
Ένας Ρωμαίος
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου