Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Παρασκευή βράδυ μετά από περπάτημα στην άδεια Αθήνα. Σκουπίδια παντού, ύποπτες φιγούρες τριγυρνούν  στα σοκάκια κοντά στην Πατησίων  και το κρύο μας κάνει παρέα στο περπάτημα.  Ανεβήκαμε από τον Πειραιά για την παράσταση στο θέατρο Κάπα για τη ζωή της Σωτηρίας Μπέλλου και αξίζει τον κόπο.

-Είναι εγγύηση η Κώνστα, μου λες και  φτάνουμε στο θέατρο.



Η μαρκίζα συγκλονιστική, η Ντίνα Κώνστα ολόιδια με την ρεμπέτισσα. Απίστευτη η μεταμόρφωσή της. Το μαλλί, τα γυαλιά, τα μαλλιά της μα πιο πολύ το βλέμμα της… Το έντονο βλέμμα μιας γυναίκας που έζησε με πάθος τα πάντα. Και δε ντράπηκε για αυτό. Ήταν παρούσα στις επιλογές της.

Παρατηρώ το σκηνικό. Δωμάτιο νοσοκομείου. Ένα κρεβάτι με ορό, ένα τραπέζι και καρέκλες, μια εικόνα της Παναγίας, ένα μεγάλο παράθυρο  και γκρίζοι, βρώμικοι τοίχοι. Αναρωτιέμαι γιατί δε βρέθηκε έστω ένα αξιοπρεπές δωμάτιο για τις τελευταίες στιγμές της λαϊκής ερμηνεύτριας μα τη σκέψη μου διακόπτει το τρίτο κουδούνι.

Η παράσταση αρχίζει.

Δε λες κουβέντα , κρατάς κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα

 

Από την πρώτη σκηνή νοιώθεις  δέος. Η ηθοποιός αμίλητη, περήφανη στη μέση της σκηνής  κοιτάζει μπροστά, όπως έκανε η Μπέλλου σε όλη της τη ζωή. Και το κουβάρι της ζωής της ξετυλίγεται μια μέρα πριν της γίνει τραχειοτομή , η «τρύπα» όπως φωνάζει η ίδια στη νοσοκόμα της. Μια μέρα πριν χάσει τη φωνή της για πάντα.  Αρχίζει μια συγκλονιστική αφήγηση, ένας μονόλογος με πισωγυρίσματα στο παρελθόν και συχνές  διακοπές από τη νοσοκόμα Έφη Κόντα (η οποία είναι επίσης εξαιρετική στο ρόλο της ) που προσπαθεί να την επαναφέρει στην πραγματικότητα και να της δείξει ότι υπάρχει ελπίδα. Όμως και αυτό το βράδυ η Μπέλλου παίζει με τους δικούς της κανόνες και την παρασύρει και αυτήν παρά τις παρενέργειες των φαρμάκων και του υψηλού πυρετού.


Η ιστορία ξεκινάει από τα παιδικά της χρόνια, το γάμο της  στα 17, από αντίδραση στην αυστηρή μάνα της,  με το λεωφορειατζή Βαγγέλη  που  την κεράτωνε και την έσπαγε στο ξύλο τα βράδια όπως αναφέρει. Ώσπου δεν άντεξε, βιτριόλι και φυλακή για τη μικρή Σωτηρία.  Αποφυλάκιση μετά από ένα χρόνο και φυγή για την Αθήνα με τη ρετσινιά της χωρισμένης πουτάνας την ημέρα που ξεσπάει ο πόλεμος του 1940. Είχε ήδη δει τη Βέμπο στο πάλκο και είχε αποφασίσει να γίνει τραγουδίστρια, μα η φτώχεια και η πείνα δεν της  το επέτρεπαν….  Τραγουδάει τα μεσημέρια σε ταβέρνες για να τρώει  και κοιμάται στα βαγόνια των τραίνων τα βράδια, ώσπου έρχεται η σύλληψη από τους Γερμανούς . Πάλι ξύλο και, υγρά κελιά 1x1 και σκοτάδι. Πολύ σκοτάδι . Τη βγάζει έξω ένας Ιταλός που την ερωτεύτηκε .Από αυτόν μαθαίνει το μπαρμπούτι.  Και σε ένα μπουρδέλο  βρίσκει στέγη για την Κατοχή ξεκαθαρίζοντας στην ιδιοκτήτρια να μη βάλει τίποτα άλλο στο μυαλό της…

 

Τα σπίτια είναι χαμηλά, σαν έρημοι στρατώνες

Τα καλοκαίρια μας μικρά

Κι ατέλειωτοι οι χειμώνες

  

Το έργο μας έχει παρασύρει ήδη και η Ντίνα Κώνστα δίνει τα ρέστα της….

Η ταύτισή της πλέον  με τη Μπέλλου είναι απίστευτη, δε βλέπουμε την ηθοποιό , μόνο την τραγουδίστρια που είναι στα καλύτερά της με τον Τσιτσάνη.  Χαμός όπου τραγουδούσαν,  συμβόλαιο με την Columbia και δημοσιότητα…. Μα και καυγάδες από ψευτόμαγκες στα μαγαζιά, βρισιές, μπουνιές , όπλα.  Ο Σωτηράκης , όπως αυτοαποκαλείται δε μασάει από αυτά. Και δεν τραγουδάει ούτε τα αραβικά και τα ινδικά τραγούδια που της ζητάνε οι μαγαζάτορες στην περίοδο του εμφυλίου. Μόνο Ελλάδα τραγουδάει κι αν τους αρέσει. Κι ο κόσμος την αποθεώνει.

 


Ακολουθεί ο Μάρκος και ο Παπαϊωάννου.  Κι ένας απίστευτος  μονόλογος της ηθοποιού με πολλά νεύρα και χιούμορ:

-Καλό παιδί , ευαίσθητο ο Γιάννης αλλά τσακωνόμασταν συχνά . Μια μέρα μάλιστα με είπε θηλυκό σατράπη κι έφυγε. Μετά από 3 μέρες μου έφερε αυτό :

 

Ένας σατράπης θηλυκός

Μας ήρθε μελαγχολικός

Και λέει παίξε Γιάννη

Ρίξε μου μια διπλοπενιά

Σε αυτό τον ψεύτικο ντουνιά

Ο πόνος του να γιάνει

 

Έτσι γράφαμε τότε τα τραγούδια, τονίζει. Ένας καυγάς,  μια προδοσία, ένας έρωτας. Και υπήρξαν πολλοί έρωτες και μάλιστα και για γυναίκες…. Για την Τασία για παράδειγμα που τελικά της έφαγε τη μισή περιουσία  πλακώθηκε ένα βράδυ όταν την πείραξε μια παρέα αντρών στο μαγαζί. Για την Ελένη παράτησε  το μαγαζί για να τη δει για ένα βράδυ ανεβαίνοντας στη Θεσσαλονίκη, για το Χαρίλαο (Φλωράκη) που του έκανε πρόταση γάμου κι αυτός την αρνήθηκε.  Μια άλλη φορά τρώει ξύλο από έξι χίτες επειδή δεν τραγούδησε ένα τραγούδι τους . Όλα αυτά όμως το σύστημα δεν τα αντέχει και την πετάει έξω. Τα φώτα σβήνουν, κανένα μαγαζί δεν τη θέλει πια και ξαναέρχεται η φτώχεια αλλά με παρέα.  Σχιζοφρένεια και σκοτεινό τρελάδικο.  Εδώ  το έργο χτυπάει κύτταρο και το σκοτάδι απλώνεται ξανά στην αίθουσα και στην καρδιά της ρεμπέτισσας…

 

Θα με δικάσει ο κούκος και τα αηδόνι…..

 


 

Ένα βράδυ το σκάει και χτυπάει τις πόρτες παλιών φίλων και συνεργατών. Κανείς όμως δεν τη δέχεται, οι πόρτες παραμένουν ερμητικά κλειστές για αυτήν.  Είναι πια έτοιμη να τα παρατήσει όλα , να γυρίσει πίσω στη Χαλκίδα μα η μάνα που έβριζε διαρκώς ως εκείνη την εποχή , στυλώνει τα πόδια της.

-Να παλέψεις, να κάνεις αυτό που σου αρέσει, ζήσε το όνειρό σου.  Την ακούει κι αρχίζει ξανά από το μηδέν. Που και που παίζει ζάρια με φίλους που γνώρισε στις φυλακές και στο πεζοδρόμιο. Της αρέσει αυτή η ζωή μα το σαράκι της παραμένει το τραγούδι. Κάποια στιγμή  την ακούει ο Χατζιδάκις και της προτείνει  να συνεργαστούν. Η επιστροφή της είναι δυναμική όπως και ο χαρακτήρας της.  Άνθρωποι που δεν ήξεραν τι σημαίνει λαϊκό τραγούδι την αποθεώνουν, κοσμικοί, σταρ τη χειροκροτούν. Η δεύτερή της καριέρα είναι καλύτερη από την πρώτη. Τραγουδάει παντού ακόμη και σε μπουάτ με το νεαρό Μανώλη μαζί (Μητσιά). Ακολουθούν περιοδείες στο εξωτερικό.  Η Ντίνα Κώνστα μας δείχνει φωτογραφίες, μας μιλάει με περηφάνια για τις συναυλίες τους και το θαυμασμό  της ομογένειας, του Τσαρούχη και των Γάλλων που τη χαρακτηρίζουν ως την Edith Piaf της Ελλάδος.


 

Σαν τον αητό είχα φτερά

Και πέταγα πολύ ψηλά….

 Αργότερα συνεργάζεται με ελπιδοφόρους καλλιτέχνες της εποχής όπως ο Μούτσης,  ο Λάγιος, ο Ανδριόπουλος και  αυτός ο περίεργος τύπος τότε,  ο Σαββόπουλος.   Τραγουδάει ένα από τα αγαπημένα της τραγούδια το Ζειμπέκικο.  «Αυτός ήταν περήφανος που έγραψε ένα ζειμπέκιο κι εγώ που τραγούδησα ροκ» μονολογεί η Σωτηρία και το θέατρο κλονίζεται  από το τραγούδι της και το αργόσυρτο ζειμπέκικο της ηθοποιού:

 

Μ΄ αεροπλάνα και βαπόρια
και με τους φίλους τους παλιούς
τριγυρνάμε στα σκοτάδια
κι όμως εσύ δε μας ακούς….

 


Το πάθος της όμως για τα ζάρια συνεχίζεται… Χάνει την υπόλοιπη περιουσία της στα κόκαλα όπως λέει , μα δεν τη νοιάζουν τα λεφτά. Παίζει για το παιχνίδι και φυσικά μένει απένταρη.  Αναγκάζεται να πουλάει μόνη της τους δίσκους της στο Μοναστηράκι, ο κόσμος ακόμη τη λατρεύει  μα ο Τύπος τη χτυπάει καθημερινά με υποτιμητικά εξώφυλλα.

-Δώσαμε κύριε, φωνάζει η Κώνστα.

-Αφήστε με να ζήσω όπως θέλω.


Ήδη ξημέρωσε. Ζητάει να κάνει το πρώτο και τελευταίο της τσιγαράκι μετά την είσοδό της στο νοσοκομείο και κουβέντα, να ακούσει τη φωνή της  λίγο πριν κλείσει για πάντα.. Η νοσοκόμα αρνείται, μα στο τέλος πείθεται. Και μάλιστα της υπόσχεται ότι μετά την εγχείρηση θα την πάει στα φιλαράκια της για δυο ζαριές.

 

Φεύγω πικραμένη και σ΄ αφήνω
ακυβέρνητη στη θάλασσα σανίδα
δεν μπορώ το αίμα μου να δίνω
σε μιαν άρρωστη συνέχεια πατρίδα


 

 


Αμέσως μετά  πέφτει  ο  επίλογος:

-Όταν  πεθάνω θέλω να  έχω το ένα μάτι μου ανοιχτό για να μετρήσω απουσίες ρε κουφάλες.

-Με φοβίζει το σκοτάδι εκεί κάτω, φέρτε μου χρωματιστά λουλούδια , όλη μου η ζωή ήταν στο μαύρο,  στο άσπρο και λίγο στο γκρίζο….

-Δε θέλω άλλο σκοτάδι, άναψε το φως !

 

Το χειροκρότημα ήταν έντονο.  Η κυρία Κώνστα ήταν συγκλονιστική.  Κατάθεση ψυχής λέγεται αυτό και όχι ερμηνεία . Σε μια εποχή που όλα αμφισβητούνται το έργο κατάφερε να παρουσιάσει το γνήσιο της προσωπικότητας της Σωτηρίας Μπέλλου χωρίς να κουράσει  ή να θεοποιήσει  την ερμηνεύτρια.  Απλά έβγαλε δυνατά συναισθήματα, μας γέμισε μουσική  μιλώντας στα ίσα, όπως έκανε και η Σωτηρία.

 

Ο δρόμος για τον Πειραιά μας φάνηκε μικρός….

 
ΚΕΙΜΕΝΟΙΧΝΗΛΑΤΗΣ

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου