Όταν περνούσα από τον πεζόδρομο της Απ. Παύλου σχεδόν πάντοτε σταματούσα να ελέγξω ποιο έργο έχει στα “Προσεχώς”. Ακόμα και στις χειμερινές μου βόλτες που ήταν κλειστός, θυμάμαι πως έκανα μια στάση και προσπαθούσα να δω μέσα από τα κάγκελα. Ποτέ όμως δεν έτυχε να μπω και να παρακολουθήσω ταινία, πάντα παρέμενε στα “θα” του επόμενου καλοκαιριού.
Ο θερινός κινηματογράφος ΘΗΣΕΙΟΝ είναι πολυδιαφημισμένος. Κάτι το CNN, κάτι το BBC, βάλε και την διαφήμιση από τα εγχώρια τηλεοπτικά μέσα με τις τακτές αναφορές τους, είχαν ανεβάσει τις προσδοκίες μου αρκετά ψηλά. Το σημείο στο οποίο βρίσκεται δεν σε αφήνει αδιάφορο. Θερινό σινεμά δίπλα στην Ακρόπολη δεν το βρίσκεις κάθε μέρα. Αν στο παζλ προσθέσεις ένα δροσερό καλοκαιρινό απόγευμα όλα έμοιαζαν ιδανικά εκείνο το απόγευμα Τετάρτης.
Η προβολή άρχιζε 20:55, εγώ έφτασα 20:30. Ο πρώτος κακός οιωνός ήταν η μεγάλη ουρά για τα δεδομένα ενός σινεμά - χαλάλι. Η ώρα περνούσε, η ουρά μεγάλωνε αλλά κινούμασταν με αργούς ρυθμούς. Όλοι ρωτούσαν αν έχει κενές θέσεις. Με ένα γρήγορο βλέφαρο που έριξα σηκώνοντας το παραβάν, είδα την πλατεία γεμάτη. Ο ιδιοκτήτης Θωμάς Μανιάκης φώναζε: “έχει άλλες 150 θέσεις”. Κοντά προς το ταμείο ήμουν, δεν μπορεί σκέφτηκα, δεν θα είδα καλά.
Μόλις πέρασα τον έλεγχο εισιτηρίων αντίκρισα το αναμενόμενο. Το σινεμά γεμάτο! Επιπλέον το ελληνικό “χούι” σε όλο του το μεγαλείο, αρκετές καρέκλες πιασμένες από την νεαρά για τον μαλάκα που είχε πάει για ποπκόρν, από την θείτσα που περίμενε την άλλη θείτσα που ήταν ακόμα έξω στην ουρά και είχε αργήσει, τα γνωστά δηλαδή. Γενικώς επικρατούσε ένας αναβρασμός και παράλληλα να ακούγεται και η φωνή του επιχειρηματία να επαναλαμβάνει: “150 άδειες θέσεις”.
Αφού ήρθαμε δεν υπήρχε επιστροφή. Βρήκα πάνω - πάνω 3 θέσεις που μου αναλογούσαν και περίμενα να απολαύσω την προβολή. Αμ δε! Η ταινία άρχισε, αρκετοί έψαχναν πού θα καθίσουν, αυτοί που κάθονταν ήδη διαμαρτύρονταν γιατί δεν έβλεπαν, άλλοι που καθόντουσαν εκεί που η θέση ήταν ήδη πιασμένη (για τον μαλάκα και την αργοπορημένη θείτσα) διαπληκτίζονταν με την παρέα (του μαλάκα και της ξεχασμένης θείτσας). Τα νεύρα ήταν τεντωμένα. Παράλληλα ο ήχος ήταν κάκιστος με αποτέλεσμα να μην φτάνει στα αυτιά μου εκεί όπου βρισκόμουν. Συν τοις άλλοις είχες και τον μαλάκα (ναι αυτόν τον γνωστό) που ερχόταν καμαρωτός με τα πατατάκια του και τα ποπκόρν ενώ η ταινία είχε ξεκινήσει προ πολλού και εμπόδιζε τους άλλους να δουν και μάλιστα όταν καθόταν έκανε περισσότερο φασαρία από αυτούς που ακόμα έψαχναν πού να κάτσουν. Για το τέλος σου αφήνω τις παλικαριές τύπου “καθίστε κάτω” - “τι θες εσύ και πετάγεσαι” - “σκάσε” - “όχι εσύ σκάσε” - “τι έχετε πάθει όλοι σήμερα πιείτε κάνα μπάφο να ηρεμήσετε” και άλλα φαιδρά.
Όπως καταλαβαίνεις έτσι δεν μπορείς να παρακολουθήσεις ταινία. Πόσω μάλλον όταν πρόκειται για την απίστευτη πατάτα “Πριν τα μεσάνυχτα”. Το μόνο που άξιζε ήταν τα γυρίσματα στην όμορφη Πύλο. Κατά τα άλλα ήταν μια ταινία τουλάχιστον άοσμη και χωρίς λόγο ύπαρξης.
Θα ήθελα να πιστεύω ότι ήταν η κακιά στιγμή γιατί αν πρόκειται κύριε Μανιάκη να λειτουργεί έτσι “το καλύτερο θερινό σινεμά του κόσμου” να μας λείπει το βύσσινο. Αν θέλεις να κρατήσεις την ποιότητα στο πραγματικά πολύ όμορφο σινεμά καλό είναι να μην το βλέπεις κερδοσκοπικά, αλλιώς δεν θα αργήσει η στιγμή που θα βγαίνεις στα κανάλια (τα ίδια που βγήκες για να διαφημιστείς) να κλαυτείς ότι η κρίση έκλεισε το σινεμά σου.
Υ.Γ.1 Πώς γίνεται ένα ανοιχτό - θερινό σινεμά να γίνεται ντουμάνι από τα τσιγάρα χειρότερα και από το τελευταίο κωλόμπαρο της Αθήνας;
Υ.Γ.2 Πες με τρελό αλλά οι μισοί στο σινεμά δεν πάνε για την ταινία αλλά για να φάνε doritos με λιωμένο τυρί και να κουτσομπολέψουν.
Υ.Γ.3 Επειδή λόγω της κατάστασης στην ΕΡΤ η λέξη επανάσταση ήρθε πάλι στο προσκήνιο, καλό είναι να ρίξουμε μια ματιά στον καθρέπτη, να αποκτήσουμε λίγο παιδεία πρώτα και το ξαναβλέπουμε για επανάσταση αργότερα. Εδώ θα τσακωθούμε ποιος θα σηκώσει το λάβαρο πρώτος.
Υ.Γ.4 Ήταν ένα ακόμα μάθημα πως ό,τι πολυδιαφημίζεται καταντάει “σούπα”. Μακρυά και αγαπημένοι από το “πόπολο” λοιπόν.
[...] Πηγή: Σινέ “Η Απάτη” [...]
ΑπάντησηΔιαγραφή