Ο Σταύρος σηκώθηκε νωρίς όπως κάθε πρωί, ξυρίστηκε αφήνοντας το λεπτό μουστακάκι. Το βλέμμα καρφωμένο στον καθρέφτη μέσα στα ίδια του τα μάτια. Φωτιά! Ντύθηκε, φόρεσε και το γιλεκάκι του, έβαλε και την τραγιάσκα γιατί είχε κρύο κείνο το πρωί και κίνησε για τη δουλειά ξεπροβάλλοντας στην Κρεμμυδαρού στη Δραπετσώνα. Τα κορίτσια της γειτονιάς βγήκαν στην πόρτα από τις παράγκες τους για να τον καλημερίσουν όπως κάθε πρωί αναμένοντας ανυπόμονα την απάντηση με το φωτεινό χαμόγελο αγγίζοντας το άκρο της τραγιάσκας. Αυτή τη φορά όμως με το κεφάλι ψηλά περπατούσε νευρικά και αποφασισμένα για το λιμάνι χωρίς να λογίζει τίποτα και κανέναν γύρω του. Πέρασε γρήγορα πάνω από τη γέφυρα στον Αϊ Διονύση, δίπλα στο κουτούκι που έπαιζαν ο Γιοβάν Τσαούς, ο Μάρκος ο Βαμβακάρης και ο Βασίλης Τσιτσάνης και συνέχισε στην Ακτή Κονδύλη πιάνοντας πλέον θάλασσα.
Άντρας όμορφος, πρόσφυγας, φωκιανός της Σμύρνης. Άντρας Μελαχρινός με έντονα μπλε μάτια. Διαπεραστικό βλέμμα που μιλούσε από μόνο του: «Αφού αντέχω την προσφυγιά, αφού είδα την πόλη μου, το στολίδι μου, την ψυχή μου, να τουρκεύεται τυλιγμένη στις φλόγες, αντέχω τα πάντα μέχρι να σφαλίσω τα μάτια μου». Άντρας γεροδεμένος αφού φόρτωνε στη σούστα πραμάτεια κάτω στα Λεμονάδικα στην Ακτή Τζελέπη απέναντι από τον ηλεκτρικό σταθμό του Πειραιά και μετά την πουλούσε στη γύραστη γειτονιά του.
Δε σταμάτησε στα Λεμονάδικα. Οι γνωστοί απόρησαν που ούτε καν τους έγνεψε. Μπήκε στο σταθμό. Κοίταξε ψηλά αυτό το οικοδόμημα που του έκανε πάντοτε τόσο εντύπωση. Το πρώτο πρωινό φως της ανατολής έσκαγε πλάγια πάνω του μπαίνοντας από την γυάλινη οροφή. Εκεί θα συναντούσε στον μέσα καφενέ ένα σκοτεινό τύπο της Τρούμπας που ξερε δυο πράματα και ήθελε να του τα πει.
Το περασμένο βράδυ ο Φίλιππας μανούριασε μέσα στο μοναδικό και παράνομο τεκέ που χε απομείνει στα Βούρλα στη Δραπετσώνα. Τον είχαν χλευάσει κάτι παστρικιές που του τα χαν μαζεμένα επειδή ήταν κακοπληρωτής. Έφυγε θολωμένος και με άσχημη μαστούρα. Στο δρόμο συνάντησε τη Φωτεινή που επέστρεφε στο παράπηγμά της από επίσκεψη σε φιλικό σπίτι. Του γυάλισε και την κυνήγησε. Τη στρίμωξε στα στενά σοκάκια ανάμεσα στις παράγκες. Ένας άνθρωπος χωρούσε όλος κι όλος και στη μέση τρέχανε νερά. Τους είδε και ο τύπος από την Τρούμπα. Όλο το βράδυ έκλαιγε η Φωτεινή. Ο Φίλιππας ήταν καλό παιδί με μπέσα, αλλά είχε μπλέξει με κακές παρέες, δεν ήθελε να τον δώσει. Χρυσή την έκανε τη Φωτεινή ο μικρός της αδελφός – έξι αδέλφια ήτανε, τρία κορίτσια, τρία αγόρια – ο Σταύρος να μάθει τι συνέβη. Πρωί πρωί του το πε.
Δυο κουβέντες έμαθε ο Σταύρος μέσα στο σταθμό του Πειραιά για να διασταυρώσει από λεγόμενα άντρα τα γεγονότα, έκανε μεταβολή και κίνησε για τη μεγάλη πύλη με τη ράμπα και το ρολόι από πάνω που κοιτά λιμάνι και στο βάθος τη Δραπετσώνα. Περνώντας το δρόμο, τον είδε απέναντι στον αναβρασμό που γινόταν στα Λεμονάδικα. Σαν ταύρος με το κεφάλι μπροστά, πήρε φόρα έτρεξε και του χίμηξε. Τον έφερε κάτω με τη μία και άρχισε με τεράστια δύναμη που του έδινε το δίκιο, να τον χτυπά. Κανένας δεν τόλμησε να τους χωρίσει. Τα νέα είχαν κυκλοφορήσει ήδη. Σταμάτησε μόνο όταν τον άφησε αιμόφυρτο ημιλιπόθυμο. Ο Φίλιππας με όση φωνή του χε απομείνει μετά το δυνατό πλήγμα ξεστόμισε:
«Σταύρο! Σε παραδέχομαι κακό χρόνο να χεις!..»
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου