Περπατώ στα κρύα σοκάκια των Εξαρχείων μετά από χρόνια. Απεργούν τα ΜΜΜ κι ακολουθώ τη διαδρομή Πεδίο του Άρεως – Ομόνοια. Περνώ ανάμεσα από ναρκομανείς στην Τοσίτσα, από 2 διμοιρίες των ΜΑΤ οπλισμένους σαν αστακούς που με κοιτάνε περίεργα και κοντοστέκομαι παρατηρώντας τους άστεγους στην Ομόνοια. Μια πόλη σε παρακμή, μια πόλη που την καταντήσαμε σαν άνεργη, εύσωμη πόρνη με έντονο μακιγιάζ που κάνει πιάτσα στη Βουκουρεστίου. Βαρύς ο χαρακτηρισμός, το ξέρω, ο κόμπος στο λαιμό με πνίγει, ο αέρας που δυναμώνει κάνει τα μάτια να δακρύζουν και το λεωφορείο για Πειραιά φαντάζει όαση στην Αθηνάς.

Προλαβαίνω να μπω μέσα λίγο πριν κλείσει η πόρτα. Επιβάτες όλες οι φυλές. Καυκάσιοι, Ασιάτες, Άραβες… Κοινό χαρακτηριστικό τα λυπημένα μάτια και τα σκουρόχρωμα ρούχα. Το «γιατί» που ψελλίζουν τρεμοπαίζει στα χείλη τους.
Κάθομαι δίπλα στη γιαγιά με το πράσινο παλτό και το φούξια φουλάρι. Αυτή είναι μια φυλή μόνη της. Χαμογελαστή, περήφανη για τις ρυτίδες της και κάτι μάτια μπλε με έντονο βλέμμα. Μάτια που ακόμη παρατηρούν τον κόσμο με διψασμένο και καλοσυνάτο βλέμμα συνάμα. Μήπως θα έπρεπε να είμαστε όλοι έτσι;
- Πάρε ανάσα αγόρι μου, να ξαποστάσεις. Έχεις ολάκερο βουνό να σκαρφαλώσεις και θες δυνάμεις, μου λέει.
- Αντέχω, μην ανησυχείτε της απαντώ.
- Να αντέχεις μάτια μου, να ζεις. Μην τους ακούς αυτούς στην τηλεόραση, φύλαξε δυνάμεις και θα με θυμηθείς… Και οι ρυτίδες της φωτίζονται, το βλέμμα της θυμίζει φάρο…
Την κοιτάζω μαγεμένος κι ακουμπάω στο πάτωμα τη βαριά μου τσάντα…
- Πειραιά κι εσείς;
- Πειραιά, στο λιμάνι μου. Στον αγαπημένο μου που με περιμένει, μου λέει.
Χαμογελάω πονηρά μα εκτίθεμαι ξανά...
- Όχι καλέ αυτό που σκέφτηκες, τον άντρα μου εννοώ. Το σύντροφο μου, τον ίσκιο μου. 46 χρόνια έρωτας παιδί μου. Με λέει δέντρο του, τον λέω ίσκιο μου. Και γύρω μας το δάσος. Η οικογένεια, τα εγγόνια, οι φίλοι. Δέντρα, σκιές, φύλλα και άνθη παντού. Μια ζωγραφιά πολύχρωμη που αντέχει στους καιρούς.
Ξαφνικά το κινητό μου, διακόπτει τη συνομιλία μας… Το ψάχνω στην τσάντα μου ανάμεσα σε πορτοφόλι, κλειδιά, γυαλιά ηλίου-μυωπίας, usb stick και άλλα μικροαντικείμενα. Απαντώ βιαστικά, είναι η γυναίκα μου. Της ψελλίζω ότι θα την πάρω αργότερα γιατί είμαι στο λεωφορείο και κλείνω το τηλέφωνο.
Γυρίζω δίπλα να συνεχίσω την κουβέντα. Η θέση όμως είναι κενή. Που να πήγε άραγε; Κοιτάζω έξω. Ακόμη βρισκόμαστε στο Γκάζι στην Πειραιώς. Ρωτάω τον κύριο πίσω μου αν την είδε να κατεβαίνει.
- Μόνος σου κάθεσαι ρε φίλε, θα μας τρελάνεις κι εσύ, μου απαντάει σχεδόν θυμωμένος.
Παίρνω πίσω τηλέφωνο την γυναίκα μου.
- Καλώς το λουλούδι μου, μου λέει με τη ζωηρή φωνή της. Έγινε κάτι;
- Τίποτα, να είσαι πάντα ο ίσκιος μου, να είσαι εδώ, μαζί μου όταν κρυώνω και φοβάμαι για το μέλλον.
- Να μη φοβάσαι τίποτα, θα αντέξουμε την κρίση και όλες τις φωτιές. Τα λέμε στο σπίτι, σε περιμένουμε κι εγώ και ο μικρός.
Γαλήνη κι ανακούφιση συνάμα στο μυαλό μου. Μουσική, θέλω να ακούσω μουσική. Ανοίγω το mp3, βάζω τα ακουστικά και ταξιδεύω με το γνωστό ψέλλισμα του Φοίβου:
Κείμενο: ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου